tsigane
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
tsi.ɡan
/
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
tsigane
tsiganes
tsigane
(fr)
και
tzigane
αρσενικό ή θηλυκό
ο
τσιγγάνος
(
αρσενικό
) ινδο-ευρωπαϊκή
γλώσσα
που έχει πάρει στοιχεία από τα ελληνικά και άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες
Επίθετο
ενικός
πληθυντικός
tsigane
tsiganes
tsigane
(fr)
και
tzigane
αρσενικό ή θηλυκό
σχετικός με τους τσιγγάνους
bohémien
gitan
(
οικείο
)
manouche
(
οικείο
)
romanichel
(
οικείο
)
zingaro
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.