towel
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| towel | towels |
Εκφράσεις
- throw in the towel: τα παρατάω, παραδέχομαι την αποτυχία ή την ήττα
Ρήμα
- χρησιμοποιώ πετσέτα για το σκούπισμα του σώματος, τη απορρόφηση υγρού από κάποια επιφάνεια κλπ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.