towel

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
towel towels

Ουσιαστικό

towel (en)

  1. η πετσέτα (για το μπάνιο)

Εκφράσεις

  • throw in the towel: τα παρατάω, παραδέχομαι την αποτυχία ή την ήττα

Ρήμα

  1. χρησιμοποιώ πετσέτα για το σκούπισμα του σώματος, τη απορρόφηση υγρού από κάποια επιφάνεια κλπ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.