tout-à-l'égout
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| tout-à-l'égout | tout-à-l'égout |
tout-à-l'égout (fr) αρσενικό
- η αποχέτευση, το σύνολο των σωληνώσεων που οδηγούν τα νερά μιας κατοικίας στον υπόνομο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.