tonsure

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
tonsure (en) ενικός
tonsures (en) πληθυντικός
- τονσούρα, ξυρισμένο τμήμα κεφαλής μοναχού
- τεχνική αφιερωματικού ξυρίσματος και αφιερωματική κόμμωση
- διαδικασία: το μερικό ή πλήρες ξύρισμα της κεφαλής για ιερό ή ιερατικό σκοπό
- κατηγορία κόμμωσης: τύπος ονομασία αυτού του τύπου κόμμωσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.