tong
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
tong (en)
- το κυλινδρικό θερμαντικό μαλλιών για μπούκλες
- ≠ αντώνυμα: hair straightener (ισιωτικό μαλλιών, πρέσα μαλλιών)
- κινεζικός μυστικός σύνδεσμος, κινεζική μυστική οργάνωση
- το κινέζικο/κινεζικό οργανωμένο έγκλημα
Ρήμα
tong (en)
- κάνω μπούκλες τα μαλλιά με το ειδικό κυλινδρικό σίδερο
- σχηματίζω, δημιουργώ ή οργανώνω εγκληματική οργάνωση
- μετατρέπω μία κοινότητα ανθρώπων σε εγκληματική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.