tong

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

tong (en)

  1. το κυλινδρικό θερμαντικό μαλλιών για μπούκλες
  2. κινεζικός μυστικός σύνδεσμος, κινεζική μυστική οργάνωση
    • το κινέζικο/κινεζικό οργανωμένο έγκλημα

Ρήμα

tong (en)

  1. κάνω μπούκλες τα μαλλιά με το ειδικό κυλινδρικό σίδερο
  2. σχηματίζω, δημιουργώ ή οργανώνω εγκληματική οργάνωση
  3. μετατρέπω μία κοινότητα ανθρώπων σε εγκληματική



Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

tong (fr) θηλυκό



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

tong (nl)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.