taxiway
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
taxiway (en) αρσενικό
- (αεροπορικός όρος) διάδρομος κυκλοφορίας αεροσκαφών σε αεροδρόμιο
- (αεροπορικός όρος) τροχόδρομος
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| taxiway | taxiways |
taxiway (fr) αρσενικό
- (αεροπορικός όρος) διάδρομος κυκλοφορίας αεροσκαφών σε αεροδρόμιο
- (αεροπορικός όρος) τροχόδρομος
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.