strum
Αγγλικά (en)
Ρήμα
strum (en)
- νύσσω, χτυπώ χορδή με τον αντίχειρα ή με πένα, γρατσουνώ, χορδίζω (με την έννοια κιθαρίζω και όχι κουρδίζω), πενιαρίζω, ρίχνω-βαρώ πενιές, μπουζουκοκελαηδώ, μπουζουκοκελαηδαώ, τσαγκρουνάω
Σημειώσεις
στο άγριο ροκ και το μέταλ λέμε shred αντί για strum, επίσης shred λέμε και ασχέτως είδους μουσικής για πολύ δυνατή νύξη-πενιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.