static

Αγγλικά (en)

Επίθετο

static (en)

  1. στατικός
  2. (προγραμματισμός) ο στατικός
     αντώνυμα: nonstatic, dynamic
    δείτε επίσης: Static variable στην αγγλική Βικιπαίδεια
  3. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) ο στατικός, συνήθως για μεταβλητή ή μέθοδο κλάσης

Πολυλεκτικοί όροι

  • static στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.