stand pat

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

stand pat <  δείτε τις λέξεις stand και pat

Έκφραση

stand pat (en)

  • (ιδιωματισμός, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) μένω αμετακίνητος, αρνούμαι να αλλάξω γνώμη για μια απόφαση που έχω πάρει ή μια γνώμη που έχω
    He stood pat in his decision.
    Έμεινε αμετακίνητος σε απόφαση του.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.