skala

Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

skala (pl) θηλυκό

Σημειώσεις

  • με όλες τις υπόλοιπες έννοιες εκτός από τα σκαλιά και, γενικά, τη σκάλα που χρησιμοποιούμε για να ανέβουμε (ή να κατέβουμε)

Συγγενικά

  • skalarny
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.