sitcom
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
sitcom (en) (πληθυντικός sitcoms)
- φαρσοκωμωδία, τηλεοπτική εκπομπή με σενάριο βασισμένο σε χιουμοριστικές καταστάσεις
- Το ενδιαφέρον εν προκειμένω έγκειται στο ότι η επιστροφή στο σπίτι είναι μια ιδιόμορφη και πρωτοφανής κατάσταση για τις σύγχρονες οικογένειες, με λεπτές ψυχολογικές προεκτάσεις, πολύ διαφορετικές από εκείνες που διαπραγματεύονταν τα συνηθισμένα sitcom (Εφημερίδα Τα Νέα, 16/11/2011)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.