siła

Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɕiwa/
 

Ουσιαστικό

siła (pl) θηλυκό

  1. η δύναμη ως:
    • (φυσική) διανυσματικό μέγεθος των φυσικών επιδράσεων μεταξύ των σωμάτων
    • οτιδήποτε συνδέεται με αυτό το μέγεθος
    • (στον πληθυντικό) ομάδα ατόμων με κάποια ισχύ

Σημειώσεις

 δείτε τη λέξη  potęga

Εκφράσεις

  • siła wyższa: η ανώτερη δύναμη
  • siła rzeczy: η δύναμη των πραγμάτων
  • siła robocza: η εργατική δύναμη

Συγγενικά

  • nasilać się
  • silić się
  • silnie
  • silnik
  • silny
  • siłacz
  • siłaczka
  • siłować się
  • siłownia
  • siłownik
  • siłowo
  • siłowy
  • siłą
  • usilnie
  • usilny
  • wysilać się
  • wysilać
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.