setback

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
setback setbacks

Ουσιαστικό

setback (en)

  • η ατυχία, η αναποδιά, μια δυσκολία ή πρόβλημα που καθυστερεί ή αποτρέπει κάτι ή επιδεινώνει μια κατάσταση
    I suffered/I had many setbacks.
    Έπαθα/Είχα πολλές ατυχίες.
    We’re having some financial setbacks.
    Έχουν μερικές οικονομικές αναποδιές.
     συνώνυμα:  hiccup, hitch, mishap και stumble

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.