session cookie

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

session cookie <  δείτε τις λέξεις session και cookie

Πολυλεκτικός όρος

session cookie (en)

  • (διαδίκτυο) cookie συνεδρείας: είναι HTTP cookie που διατηρείται από τον φυλλομετρητή (browser) όσο αυτός χρησιμοποιείται και διαγράφεται όταν αυτός κλείσει [1]
      Websites typically use session cookies to ensure that you are recognised when you move from page to page within one site and that any information you have entered is remembered.[2]
    «Οι ιστότοποι συνήθως χρησιμοποιούν cookie συνεδρείας για να διασφαλίσουν ότι αναγνωρίζεστε όταν μετακινείστε από σελίδα σε σελίδα εντός ενός ιστότοπου και έτσι να θυμούνται όλες τις πληροφορίες που έχετε εισάγει»

Συνώνυμα

  • transient cookie

Υπερώνυμα

Αναφορές

  1. (αγγλικά) Session Cookie. Προσπέλαση 2020-05-19.
  2. (αγγλικά) What are session cookies used for?. Προσπέλαση 2020-05-16.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.