cookie

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
cookie cookies

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkʊki/

Ουσιαστικό

cookie (en)

  1. μπισκότο
  2. (πληροφορική) λόγω της διάδοσης του διαδικτύου συνήθως εννοείται το HTTP cookie, αλλά σαν τεχνική είναι παλαιότερη με την χρήση του magic cookie
    υπώνυμα: magic cookie

Πολυλεκτικοί όροι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.