scrambler

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

scrambler (en)

  1. o αναρριχητής
  2. κωδικοποιητής φωνής, ηλεκτρονική συσκευή που παρεμβάλλεται σε μια αναλογική τηλεφωνική γραμμή και παραποιεί το σήμα, ώστε να μην είναι κατανοητό σε κάποιον τρίτο
  3. είδος μοτοσικλέτας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.