scrambler

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό
scrambler (en)
- o αναρριχητής
- κωδικοποιητής φωνής, ηλεκτρονική συσκευή που παρεμβάλλεται σε μια αναλογική τηλεφωνική γραμμή και παραποιεί το σήμα, ώστε να μην είναι κατανοητό σε κάποιον τρίτο
- είδος μοτοσικλέτας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.