sash

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

  1. διακοσμητική κορδέλα
  2. κορδέλα, σχοινί πεπλατυσμένου πλάτους, ταινία
  3. (σύμβολο εξουσίας και ιεραρχικής κατάταξης) κορδέλα αξιωματικού ή νοτιοαμερικάνου (λατίνου) προέδρου
  4. κορδέλα μοντέλου συμμετέχοντος σε καλλιστεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.