roséole
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| roséole | roséoles |
roséole (fr) θηλυκό
- (ιατρική) φλεγμονή που παρατηρείται σε ορισμένες ασθένειες (σύφιλη, τύφος) και ορισμένες δηλητηριάσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.