referendum

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

referendum (en)



Βενετικά (vec)

Ουσιαστικό

referendum (vec)



Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
referendum referendums

Ουσιαστικό

referendum (fr) αρσενικό



Εσθονικά (et)

Ουσιαστικό

referendum (et)



Ινδονησιακά (id)

Ουσιαστικό

referendum (id)



Ιταλικά (it)

Ουσιαστικό

referendum (it)



Ολλανδικά (nl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

referendum (nl)



Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

referendum (pl) ουδέτερο

Συγγενικά

  • referendalny
  • referendowy



Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

referendum (ro)



Σαρδηνιακά (sc)

Ουσιαστικό

referendum



Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

referendum (sr)



Τσεχικά (cs)

Ουσιαστικό

referendum (cs)



Φινλανδικά (fi)

Ουσιαστικό

referendum (fi)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.