ramoner
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- ramoner < παλαιά γαλλική ramon (σκούπα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʁa.mɔ.ne/
Ρήμα
ramoner (fr)
- (μεταβατικό) καθαρίζω την καπνοδόχο αφαιρώντας την στάχτη
- (αμετάβατο) (αλπινισμός) κάνω αναρρίχηση στηριζόμενος σε δύο πολύ κοντινά βράχια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.