rachunek
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ΔΦΑ : /raˈxũnɛk/
- ⓘ
Ουσιαστικό
rachunek (pl) αρσενικό
- ο λογαριασμός ως:
- ο υπολογισμός ως εκτέλεση αριθμητικών πράξεων
- ≈ συνώνυμα:
- obliczenie, kalkulacja
- (μαθηματικά) ο λογισμός
- (λαϊκό), (μόνο στον πληθυντικό) η αριθμητική, οι πράξεις στη αρχική σχολική εκπαίδευση
Συγγενικά
- rachować
- rachunkowy
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.