pyjama

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

pyjama (en)

  • (βρετανικά αγγλικά, ενδυμασία) ενικός του pyjamas
    άλλες μορφές: pajama (ΗΠΑ)



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

pyjama < (άμεσο δάνειο) αγγλική pyjamas (ενικός: pyjama) < προέλευσης από τη γλώσσα ούρντου / χίντι < περσική [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pi.ʒa.ma/
 

Ουσιαστικό

pyjama (fr)

Αναφορές

  1. pyjama (French) στο αγγλικό Βικιλεξικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.