przejrzysty
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ⓘ
Επίθετο
przejrzysty (pl)
- διαφανής
- αυτός που επιτρέπει το φως να περάσει από μέσα του
- αυτός που δεν θέλει ή δεν μπορεί να αποκρύψει τίποτα
Συνώνυμα
Συγγενικά
- przejrzeć
- przejrzyście
- przejrzystość
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.