programmable read-only memory

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

programmable read-only memory < Programmable Rread-Only Memory < Programmable ROM < PROM

Πολυλεκτικός όρος

programmable read-only memory (en)

  • (πληροφορική) μνήμη ROM, στην οποία ο χρήστης (αγοραστής) μπορεί να αποθηκεύσει μόνο μια φορά, και στην συνέχεια δεν μπορεί να την μεταβάλλει. Λόγω υψηλού κόστους, συνήθως χρησιμοποιείται σε δοκιμές και ακολουθεί μαζική παραγωγή σε MROM.
συντομογραφία: PROM

Συγγενικά

Υπερώνυμα

Υπώνυμα

  • erasable programmable read-only memory (EPROM)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.