polon
Πολωνικά (pl)
Ουσιαστικό
polon (pl) αρσενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: πολώνιο, όνομα που του έδωσε η Μαρία Σκουοντόφσκα-Κιουρί (Skłodowska Curie) προς τιμήν της πατρίδας της, της Πολωνίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.