pixelate

Αγγλικά (en)

Ρήμα

pixelate (en)

  1. (πληροφορική) εικονοστοιχειοποιώ, χαρτογραφώ με πίξελ
  2. (πληροφορική) αποκρύπτω κάτι ακατάλληλο σε εικόνα με μεγάλα εικονοστοιχεία (οπότε ελαττώνεται η διακριτότητα στα επιλεγμένα σημεία)

Συγγενικά

  • blur (θολώνω σημείο εικόνας)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.