blur

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

blur (en)

  1. κάτι που είναι θολό

Ρήμα

blur (en)

  1. (μεταβατικό) θολώνω, κάνω κάτι να θολώσει
    time has blurred his memories - ο χρόνος θόλωσε τις αναμνήσεις του
  2. (αμετάβατο) θολώνω, γίνομαι θολός
    his memories have blurred with time - οι αναμνήσεις του θόλωσαν με το χρόνο

Συνώνυμα

  • (πληροφορική) unfocus

Αντώνυμα

  • sharpen

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.