pigo
Εσπεράντο (eo)
Ετυμολογία
- pigo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
| πτώση | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | pigo | pigoj |
| αιτιατική | pigon | pigojn |
pigo (eo)
- (πτηνό) η κίσσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.