pico-
Διεθνείς όροι
Ετυμολογία
- pico- < ισπανικό pico (= μικρό ποσό, κυριολεκτικά άκρη, μύτη)
Πρόθημα
pico-
- δηλώνει υποπολλαπλάσιο της τάξης του 10-12 ή 1000-4 ή 0,000000000001 ή 1/1000000000000 (ένα τρισεκατομμυριοστό). Σύμβολο p.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.