phénoménal
Γαλλικά (fr)
Επίθετο
phénoménal (fr)
- εκπληκτικός
- (φιλοσοφία) που σχετίζεται με την όψη των πραγμάτων, του κόσμου, με αυτά που φαίνονται εξωτερικά, στην επιφάνεια, σε αντιπαραβολή με την ουσία τους
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.