pervert

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

pervert (en)

Σημειώσεις

Το ακριβές περιεχόμενο του όρου είναι κοινωνικά καθορισμένο και μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τον τόπο και την εποχή

Ρήμα

pervert (en)

  1. διαφθείρω
  2. διαστρέφω, εκμαυλίζω
  3. (αμετάβατο) γίνομαι διεστραμμένος, διαφθείρομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.