payload

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

payload < pay + load (από τις αρχές του 20ου αιώνα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpeɪloʊd/

Ουσιαστικό

payload (en)

  1. ωφέλιμο φορτίο
  2. (πληροφορική) ωφέλιμο φορτίο ενός ιού υπολογιστων
  3. (δίκτυο υπολογιστών) ωφέλιμο φορτίο ενός δεδομενογράμματος (datagram)[1]
  4. (τηλεπικοινωνίες) ωφέλιμος φόρτος[2]

  • workload
  • payload στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. Forum: payload -> ωφέλιμο φορτίο, ωφέλιμος φόρτος. Προσπέλαση 2020-05-07
  2. «ωφέλιμος φόρτος» από αναζήτηση «payload» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.