patchwork

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
patchwork patchworks

Ετυμολογία

patchwork < patch + work

Ουσιαστικό

patchwork (en)

  1. η κουρελού, χαλί, πάπλωμα, μαντίλι, τραπεζομάντιλο ή άλλο ύφασμα αποτελούμενο από πολλά μικρότερα κομμάτια υφάσματος
    a patchwork quilt with fringes - κουρελού με κρόσσια
    a floor covered with patchwork rugs - πάτωμα στρωμένο με κουρελούδες
  2. η συρραφή, ένα πράγμα που αποτελείται από πολλά διαφορετικά κομμάτια ή μέρη
    His essay was a patchwork of stolen ideas.
    Η έκθεσή του ήταν συρραφή από κλεμμένες ιδέες.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη hodgepodge

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.