passade

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

passade < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.sad/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
passade passades

passade (fr) αρσενικό

  1. στην ιπποδρομία, πορεία ενός αλόγου που περνάει ξανά και ξανά από το ίδιο μέρος
  2. σύντομη ερωτική σχέση
  3. περαστική επιθυμία για κάτι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.