płotek
Πολωνικά
(pl)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ˈpwɔtɛk
/
Ουσιαστικό
płotek
(pl)
αρσενικό
υποκοριστικό του
płot
(
αθλητισμός
)
το
εμπόδιο
(στα αγωνίσματα δρόμου)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
płotek
(pl)
γενική
πληθυντικού
του
płotka
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.