ouïe

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

ouïe (fr) θηλυκό

  1. η ακοή
  2. (στον πληθυντικό)
    1. εξωτερικές οπές του βραγχιακού συστήματος των ψαριών
    2. άνοιγμα σε σχήμα S πάνω στο βιολί και τα άλλα όργανα της ίδιας οικογένειας

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.