operă

Ρουμανικά (ro)

Προφορά

ΔΦΑ : /'o.pe.rə/

Ουσιαστικό

operă (ro) θηλυκό (πληθυντικός: opere)

  1. έργο, δράση που αποσκοπεί προς έναν συγκεκριμένο στόχο, αποτέλεσμα μιας δημιουργικής δραστηριότητας
  2. (μουσική) όπερα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.