op-

Εσπεράντο (eo)

Ετυμολογία

op- < λείπει η ετυμολογία

Ρίζα

op- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: σύνολο

Σημειώσεις

Χρησιμοποιείται για τη δημιουργία λέξεων που εκφράζουν ίσα σύνολα (π.χ. « ανά δύο », « ανά τρία », κ.λπ.)

Παράγωγα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.