nihility
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
μηδενικότητα
,
ανυπαρξία
, μη ύπαρξη, μη υπόσταση
(
μεταφορικά
)
για κάτι
ποταπό
,
ανήθικο
, μη αξιακό,
μηδαμινό
,
ασήμαντο
,
ανούσιο
,
μάταιο
,
άκαρπο
,
ασύμφορο
, μη αποδοτικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.