nihility

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

  1. μηδενικότητα, ανυπαρξία, μη ύπαρξη, μη υπόσταση
  2. (μεταφορικά) για κάτι ποταπό, ανήθικο, μη αξιακό, μηδαμινό, ασήμαντο, ανούσιο, μάταιο, άκαρπο, ασύμφορο, μη αποδοτικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.