narzędnik
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
narzędnik (pl) αρσενικό
- (γραμματική) η οργανική πτώση η οποία φανερώνει όργανο, μέσο, τρόπο, αιτία και χρησιμοποιείται και ως κατηγορούμενο-ουσιαστικό στις προτάσεις
Συγγενικά
- narzędnikowy
- narzędzie
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.