négritude

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
négritude négritudes

Ουσιαστικό

négritude (fr) θηλυκό

  • η νεγροσύνη, η υπεράσπιση της αφρικανικής ταυτότητας και κουλτούρας εκ μέρους των γαλλόφωνων αφρικανών συγγραφέων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.