muffled
Αγγλικά (en)
Επίθετο
- ήχος που έχει χάσει μερικώς ή πλήρως το υψίσυχνο τμήμα του φάσματός του
Σημειώσεις
- η λέξη υπόκωφος σημαίνει το ίδιο όμως για σιγανό και περισσότερο μουντό ήχο, δηλαδή χρησιμοποιείται για πιο ακραίες περιπτώσεις
- πχ.
- crunching generates a muffled grinding sound
- το τραγάνισμα παράγει έναν «(μουντό) σιγασμένο στις ψιλές/υψηλές [συχνότητες]» αλεστικό ήχο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.