mimo
Εσπεράντο (eo)
Ετυμολογία
- mimo < → λείπει η ετυμολογία
Πολωνικά (pl)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmʲĩmɔ/
- ⓘ
Πρόθεση
mimo (pl) αρσενικό
Συνώνυμα
- pomimo
Σημειώσεις
- συντάσσεται με γενική
Εκφράσεις
- mimo swojej chęci: παρά την θέλησή του/της/τους
Πολυλεκτικοί όροι
- mimo wszystko
- mimo że
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.