miejsce

Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

miejsce (pl) ουδέτερο

  1. η θέση
    • το μέρος, η μεριά, η τοποθεσία
    • ο χώρος
    • το κάθισμα
    • η σειρά κατάταξης
      Karol zajął pierwsze miejsce i zdobył złoty medal - η Κάρολ κατέλαβε την πρώτη θέση και κέρδισε το χρυσό μετάλλιο

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.