miasto

Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmʲjastɔ/
 

Ουσιαστικό

miasto (pl) ουδέτερο

  1. η πόλη με τις έννοιες:
    (γεωγραφία) μεγάλος οικισμός
    (μεταφορικά) το σύνολο των κατοίκων της πόλης
    (μεταφορικά) το κεντρικό τμήμα της πόλης
    (μεταφορικά) οι διοικητικές αρχές της πόλης

Συγγενικά

  • miasteczko
  • miastowy
  • miejski
  • mieszczuch

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.