mechanism

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
mechanism mechanisms

Ουσιαστικό

mechanism (en)

  1. ο μηχανισμός, ένα σύνολο κινούμενων μερών σε μια μηχανή που εκτελεί μια εργασία
    the mechanism of a clock - ο μηχανισμός ενός ρολογιού
  2. ο μηχανισμός, μια μέθοδος ή ένα σύστημα για την επίτευξη κάτι
    There are forces which are trying to systematically short circuit the mechanisms and functions of the state.
    Υπάρχουν δυνάμεις που προσπαθούν συστηματικά να βραχυκυκλώσουν τους μηχανισμούς και τις λειτουργίες του κράτους.
  3. ο μηχανισμός, ένα σύστημα μερών σε ένα ζωντανό πράγμα που μαζί εκτελούν μια συγκεκριμένη λειτουργία
    a defense mechanism - αμυντικός μηχανισμός
    a physiological/biological mechanism - ψυχολογικός/βιολογικός μηχανισμός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.