matrix

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
matrix matrices / matrixes

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmætɹɪks/
  (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

matrix (en) ουδέτερο

  1. (μαθηματικά) πίνακας
    δείτε επίσης: Matrix (mathematics) στην αγγλική Βικιπαίδεια
  2. (πληροφορική) ο δισδιάστατος πίνακας

  • matrix στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.