maternal
Αγγλικά (en)
Επίθετο
maternal
(en)
μητρικός
, σχετικός με τη
μητέρα
, τη
μάνα
Πορτογαλικά (pt)
Ουσιαστικό
maternal
(pt)
to
νηπιαγωγείο
Επίθετο
maternal
(pt)
ο
μητρικός
, σχετικός με τη
μητέρα
, τη
μάνα
Καταλανικά (ca)
Επίθετο
maternal
(ca)
μητρικός
, σχετικός με τη
μητέρα
, τη
μάνα
Ισπανικά (es)
Επίθετο
maternal
(es)
μητρικός
, σχετικός με τη
μητέρα
, τη
μάνα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.