médiatique

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

médiatique < média

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
médiatique médiatiques

médiatique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σχετικός με τα ΜΜΕ, με τα μαζικά μέσα ενημέρωσης, μιντιακός
  2. ευπρεπής, ευπαρουσίαστος, κυρίως στην τηλεόραση

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.