lunatic

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
lunatic lunatics

Ουσιαστικό

lunatic (en)

  1. ο τρελός, η τρελή, ένα άτομο που κάνει τρελά πράγματα που είναι συχνά επικίνδυνα
    I am yelling/running around like a lunatic.
    Φωνάζω/τρέχω σαν τρελός.
  2. (παρωχημένο, υβριστικό) ο τρελός, η τρελή, άτομο που έχει σοβαρή ψυχική ασθένεια

Συνώνυμα

  •  δείτε τη λέξη madman

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.